- αεξιφυλλος
- ἀεξίφυλλοςἀεξί-φυλλος2питающий листья, т.е. густо поросший листвой
(ἀκταί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀκταί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αεξίφυλλος — ἀεξίφυλλος, ον (Α) αυτός που αυξάνει τα φύλλα, που έχει πλούσιο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φύλλον] … Dictionary of Greek
ἀεξιφύλλους — ἀεξίφυλλος nourishing leaves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek